παρουσιάζω

παρουσιάζω
ΝΜΑ
[παρουσία]
νεοελλ.
1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια»)
2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο»)
3. οδηγώ κάποιον σε άλλον ανώτερό του και τόν συνιστώ, τόν συστήνω με τυπικότητα («μέ παρουσίασε στον στρατηγό)
4. εισάγω σε κάτι, προϊδεάζω για κάτι (α. «ο συγγραφέας παρουσίασε το τελευταίο βιβλίο του»)
5. (σχετικά με θεατρικό έργο ή άλλο καλλιτεχν. πρόγραμμα) ερμηνεύω, παίζω
6. (σχετικά με τηλεοπτική εκπομπή) μεταδίδω, εκφωνώ
7. μέσ. παρουσιάζομαι
α) εμφανίζομαι προσωπικά και συσταίνομαι σε υπηρεσιακώς ανώτερο μου, προϊστάμενο, αξιωματούχο («παρουσιάστηκα στον διοικητή»)
β) αναφύομαι, προκύπτω («παρουσιάστηκαν τεχνικές δυσκολίες»)
γ) φαίνομαι («η πολιτική κατάσταση παρουσιάζεται οξυμένη»
8. φρ. «παρουσιάζω όπλα» — αποδίδω στρατιωτικές τιμές σε στάση προσοχής κρατώντας το όπλο κατακόρυφα, με το αριστερό χέρι στο ύψος τής μέσης και ακουμπώντας τη δεξιά παλάμη στο κοντάκι στο ύψος τού στήθους
μσν.-αρχ.
είμαι παρών, παρευρίσκομαι
αρχ.
πλησιάζω (πρὸς τὸν ἄρχοντα ἐπαρουσίασε», Γρηγ. Ναζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρουσιάζω — παρουσιάζω, παρουσίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρουσιάζω — παρουσίασα, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος 1. δείχνω, προσκομίζω: Παρουσίασε ως μάρτυρες τους γείτονές του. 2. συστήνω, γνωρίζω κάποιον σε άλλον ή σε άλλους: Ο Γυμνασιάρχης παρουσίασε στους μαθητές το νέο τους καθηγητή. 3. μέσ., παρουσιάζομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρουσιάζοντα — παρουσιάζω to be present pres part act neut nom/voc/acc pl παρουσιάζω to be present pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάζοντι — παρουσιάζω to be present pres part act masc/neut dat sg παρουσιάζω to be present pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπαρουσιάζομαι — παρουσιάζω ή συνιστώ τον εαυτό μου σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • λανσάρω — παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, θέτω σε κυκλοφορία, διαδίδω, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lancer < μεταγενέστ. λατ. lanceare «χρησιμοποιώ τη λόγχη»] …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάζειν — παρουσιάζω to be present pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάζοντος — παρουσιάζω to be present pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάσαντες — παρουσιάζω to be present aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάσαντος — παρουσιάζω to be present aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”